- μπουτσιντόρον
- μπουτσιντόρον, τὸ (Μ)ονομασία τού μεγάλου χρυσοστόλιστου πλοίου στο οποίο επέβαινε με μεγάλη επισημότητα ο δόγης τής Βενετίας, συνήθως κάθε χρόνο κατά την ημέρα τής Αναλήψεως για την τελετή τού συμβολικού του γάμου με τη θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν.-ιταλ. bucintoro «Βουκένταυρος» (πλοίο στο οποίο επέβαινε ο δόγης τής Βενετίας την ημέρα που «νυμφευόταν» τη θάλασσα), πιθ. < βεν. *bucio d'oro «χρυσό καράβι», με παρετυμολογία].
Dictionary of Greek. 2013.